- φελσιτικός
- -ή, -ό, Ν [φελσίτης]1. σχετικός με τον φελσίτη2. φρ. «φελσιτικός ιστός»(πετρογρ.) α) ιστός εκρηξιγενούς πετρώματος τού οποίου τα ορυκτολογικά συστατικά είναι πολύ λεπτόκοκκα ώστε να μπορούν να διακριθούν με γυμνό οφθαλμόβ) ιστός μη υαλώδους πετρώματος τού οποίου τα ορυκτά δεν μπορούν να αναγνωριστούν με το απλό μικροσκόπιογ) ιστός πετρώματος.τού οποίου το μέγεθος τών κόκκων δεν επιτρέπει τον ακριβή καθορισμό του.
Dictionary of Greek. 2013.